εδώδιμος

εδώδιμος
ος и ίμη , ον съедобный; съестной

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εδώδιμος" в других словарях:

  • ἐδώδιμος — eatable masc nom sg (ionic) ἐδώδιμος eatable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εδώδιμος — η, ο (AM ἐδώδιμος, η, ον και ος, ον) [εδωδή] φαγώσιμος («εδώδιμος καρπός») νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εδώδιμα τα τρόφιμα αρχ. μαγειρεμένος …   Dictionary of Greek

  • εδώδιμος — η, ο 1. ο κατάλληλος για φάγωμα, φαγώσιμος. 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., εδώδιμα φαγώσιμα, είδη μπακαλικής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐδωδιμώτερον — ἐδώδιμος eatable adverbial comp (ionic) ἐδώδιμος eatable masc acc comp sg (ionic) ἐδώδιμος eatable neut nom/voc/acc comp sg (ionic) ἐδώδιμος eatable masc acc comp sg ἐδώδιμος eatable neut nom/voc/acc comp sg ἐδώδιμος eatable adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐδώδιμον — ἐδώδιμος eatable masc acc sg (ionic) ἐδώδιμος eatable neut nom/voc/acc sg (ionic) ἐδώδιμος eatable masc/fem acc sg ἐδώδιμος eatable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐδωδίμων — ἐδώδιμος eatable fem gen pl (ionic) ἐδώδιμος eatable masc/neut gen pl (ionic) ἐδώδιμος eatable masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐδωδιμώτερος — ἐδώδιμος eatable masc nom comp sg (ionic) ἐδώδιμος eatable masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐδωδίμοις — ἐδώδιμος eatable masc/neut dat pl (ionic) ἐδώδιμος eatable masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐδωδίμου — ἐδώδιμος eatable masc/neut gen sg (ionic) ἐδώδιμος eatable masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐδωδίμους — ἐδώδιμος eatable masc acc pl (ionic) ἐδώδιμος eatable masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐδωδίμῳ — ἐδώδιμος eatable masc/neut dat sg (ionic) ἐδώδιμος eatable masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»